-
1 ευχαριστως
1) по желанию сердца, счастливо(τελευτᾶν τὸν βίον Her.)
2) благодарно, с признательностью(διακεῖσθαι πρός τινα Diod.)
-
2 εὐ-χάριστος
εὐ-χάριστος, 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνϑρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσϑαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.
-
3 εὐχάριστος,
εὐ-χάριστος, u. εὐ-χάριτος, (1) anmutig, angenehm; τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden. (2) dankbar. (3) wohltätig -
4 εὐχάριτος
εὐ-χάριστος, u. εὐ-χάριτος, (1) anmutig, angenehm; τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden. (2) dankbar. (3) wohltätig